καλομιλώ

καλομιλώ
-άω
1. μιλώ καλά, με ευχέρεια, στην εντέλεια μια ξένη γλώσσα
2. γλυκομιλώ σε κάποιον, τόν καλομεταχειρίζομαι, τού συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλομιλώ — και καλομιλάω καλομίλησα 1. μιλώ με ευχέρεια κάποια γλώσσα: Την καλομιλάει την αγγλική. 2. μιλώ σε κάποιον με καλό τρόπο: Του καλομίλησα, αν και δεν του έπρεπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”